- χλωροπλάστες
- Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τα μικροσκοπικά σωμάτια, τα οποία εκτός από τους κόκκους της ξανθοφύλλης, περιέχουν και χλωροφυλλόκοκκους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek
χλωρέγχυμα — Φυτικός ιστός που έχει ως κύριο έργο τη φωτοσύνθεση. Συγκροτείται από ζωντανά κύτταρα, πλούσια σε χλωροπλάστες με πρωτογενή και λεπτά συνήθως κυτταρικά τοιχώματα. Συναντάται κυρίως στα φύλλα (μεσόφυλλο) αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο φωτοσυνθετικό… … Dictionary of Greek
αμυλόκοκκος — Δομικό συστατικό του αμύλου, με μικρό μέγεθος και ελλειψοειδές σχήμα. Παράγεται από τους αμυλοπλάστες και αποτελείται από μόρια υδατανθράκων, νερού και ορισμένων άκαυστων ουσιών. Βρίσκεται μέσα ή κοντά στους χλωροπλάστες, σε φυτά που τα βλέπει ο… … Dictionary of Greek
εντεριώνη — Το εσωτερικό του βλαστού ή της ρίζας. Αποτελεί τον ιστό που περικλείεται από τον κεντρικό κύλινδρο (αγωγός ιστός) στον βλαστό και σπάνια στη ρίζα των κωνοφόρων και δικοτυλήδονων φυτών. Πρόκειται για παρεγχυματικό ιστό από πολυεδρικά κύτταρα μέσα… … Dictionary of Greek
επιδερμίδα — Το εξωτερικό κάλυμμα του δέρματος των ζώων και του ανθρώπου που αναπτύσσεται από το εξωτερικό εμβρυϊκό βλαστικό σέρμα, το αποκαλούμενο εξώδερμα. Τα εκκρίματα της μονοστρωματικής ε. των ασπονδύλων σχηματίζουν, εξαιτίας της στερεοποίησής τους στον… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
ξανθοφύκη — Φύκη πολυκύτταρα ή μονοκύτταρα με μεμβράνη, που αποτελείται από πηκτινικές ουσίες και σπανιότερα από κυτταρίνη. Η μεμβράνη αυτή χωρίζεται σε δύο ίσα τμήματα. Κάθε κύτταρο περιέχει πολυάριθμους χλωροπλάστες, που αποτελούνται από χλωροφύλλη και από … Dictionary of Greek
πλαστοκινόνη — η, Ν (βιοχ.) καθεμιά από τις διάφορες κινόνες που απαντούν στους χλωροπλάστες ως συστατικά τής φωτοσυνθετικής αλυσίδας μεταφοράς ηλεκτρονίων … Dictionary of Greek
πλαστοκυανίνη — η, Ν (βιοχ.) κυανή χαλκοπρωτεΐνη που απαντά στους χλωροπλάστες και αποτελεί έναν από τους μεταφορείς ηλεκτρονίων από το φωτοσύστημα II στο φωτοσύστημα / κατά τη φωτοσύνθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plastokyanin < πλαστός + κυανίνη) … Dictionary of Greek
πρασίνισμα — ατος, το, Ν [πρασινίζω] 1. βαφή με πράσινο χρώμα ή απόκτηση πράσινου χρώματος 2. (φυτοπαθ.) η εμφάνιση πράσινου χρώματος σε τμήματα ενός φυτού τα οποία, κανονικά, δεν είναι πράσινα, φαινόμενο τού οποίου σημαντικότερη περίπτωση είναι η χλωρανθία,… … Dictionary of Greek